Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φτύσιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ντύσιμο
-
φτύσω
-
ξύσιμο
)
Συνώνυμα
πτύσιμο
φτύσιμο
2
Αντώνυμα
κατάποση
απορρόφηση
2
Ορισμός
Η πράξη του φτύνειν, δηλαδή του εκτοξεύειν σάλιο ή άλλη ουσία από το στόμα.
Το υγρό που εκτοξεύεται από το στόμα κατά τη διάρκεια της πράξης του φτύνειν.
2
Παραδείγματα
Το φτύσιμο στον δρόμο θεωρείται αγενές.
Ο γιατρός παρατήρησε ότι ο ασθενής είχε δυσκολία στο φτύσιμο.
2