1. Λέξη
    φτύσιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ντύσιμο - φτύσω - ξύσιμο)
  2. Συνώνυμα
    • πτύσιμο
    • φτύσιμο
    2
  3. Αντώνυμα
    • κατάποση
    • απορρόφηση
    2
  4. Ορισμός
    • Η πράξη του φτύνειν, δηλαδή του εκτοξεύειν σάλιο ή άλλη ουσία από το στόμα.
    • Το υγρό που εκτοξεύεται από το στόμα κατά τη διάρκεια της πράξης του φτύνειν.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το φτύσιμο στον δρόμο θεωρείται αγενές.
    • Ο γιατρός παρατήρησε ότι ο ασθενής είχε δυσκολία στο φτύσιμο.
    2