1. Λέξη
    φυλάσσομαι (ρήμα) - (παρόμοια: φυλάσσω - απαλλάσσομαι - εντάσσομαι)
  2. Συνώνυμα
    • προσέχω
    • προφυλάσσομαι
    • φρουρούμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμελώ
    • αφήνομαι
    • εγκαταλείπομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Είμαι σε κατάσταση εγρήγορσης για να αποφύγω κίνδυνο ή ζημιά.
    • Παραμένω σε ασφάλεια ή υπό προστασία.
    • Επιτηρώ ή φρουρώ κάτι προσεκτικά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Φυλάσσομαι από τους κλέφτες που κυκλοφορούν στη γειτονιά.
    • Ο θησαυρός φυλάσσεται σε ένα κρυφό χώρο.
    • Οι στρατιώτες φυλάσσονται στις θέσεις τους για να προστατεύσουν τα σύνορα.
    3