Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απαλλάσσομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
απαλλάσσω
-
φυλάσσομαι
-
απαλλάξω
)
Συνώνυμα
απαλλάσσω
ελευθερώνομαι
ξεμπλέκω
3
Αντώνυμα
δεσμεύομαι
εμπλέκομαι
περιορίζομαι
3
Ορισμός
Να απαλλαγώ από κάτι δυσάρεστο ή ενοχλητικό.
Να ελευθερώνομαι από μια υποχρέωση ή μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Απαλλάχθηκε από τις υποχρεώσεις του.
Μόλις απαλλάχθηκε από τον πόνο.
2