Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φυλή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φυλάω
)
Συνώνυμα
γένος
φυλετική ομάδα
εθνότητα
3
Αντώνυμα
άτομο
ατομικότητα
2
Ορισμός
Μια ομάδα ανθρώπων που μοιράζονται κοινή καταγωγή, ιστορία, γλώσσα ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Μια κατηγορία ή ομάδα ζώων ή φυτών που έχουν κοινά χαρακτηριστικά.
2
Παραδείγματα
Η φυλή των Ινδιάνων αποτελεί σημαντικό μέρος της αμερικανικής ιστορίας.
Στη βιολογία, η φυλή χρησιμοποιείται για την ταξινόμηση των οργανισμών.
2