Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φυλάω (ρήμα) - (παρόμοια:
φυλάξω
-
φυλάγω
-
φυλάσσω
-
φυλάξου
-
φυλάκιο
-
φυλή
-
φυλάκιση
)
Συνώνυμα
προστατεύω
φρουρώ
διαφυλάσσω
3
Αντώνυμα
αφήνω
εγκαταλείπω
παραμελώ
3
Ορισμός
Να κρατώ κάποιον ή κάτι σε ασφάλεια, να τον/την προστατεύω από κίνδυνο ή ζημιά.
Να παρακολουθώ ή να ελέγχω κάτι προσεκτικά για να αποφευχθούν προβλήματα.
2
Παραδείγματα
Ο σκύλος φυλάει το σπίτι από κλέφτες.
Η μητέρα φυλάει τα παιδιά της με πολύ προσοχή.
2