Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φυσιοθεραπεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ηλιοθεραπεία
-
χημειοθεραπεία
-
θεραπεία
-
ψυχοθεραπεία
)
Συνώνυμα
θεραπευτική άσκηση
αποκατάσταση
2
Αντώνυμα
αδράνεια
ακινησία
2
Ορισμός
Επιστήμη που ασχολείται με την αποκατάσταση και τη βελτίωση της κινητικότητας και της λειτουργίας του σώματος μέσω φυσικών μεθόδων.
Θεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιεί φυσικούς παράγοντες όπως η άσκηση, η θερμότητα και τα ηλεκτρικά ερεθίσματα για την ανάρρωση.
2
Παραδείγματα
Μετά το ατύχημα, ο ασθενής χρειάστηκε φυσιοθεραπεία για να ανακτήσει την κινητικότητα του.
Η φυσιοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του πόνου και στη βελτίωση της κινητικότητας των αρθρώσεων.
2