1. Λέξη
    φυσιοθεραπεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ηλιοθεραπεία - χημειοθεραπεία - θεραπεία - ψυχοθεραπεία)
  2. Συνώνυμα
    • θεραπευτική άσκηση
    • αποκατάσταση
    2
  3. Αντώνυμα
    • αδράνεια
    • ακινησία
    2
  4. Ορισμός
    • Επιστήμη που ασχολείται με την αποκατάσταση και τη βελτίωση της κινητικότητας και της λειτουργίας του σώματος μέσω φυσικών μεθόδων.
    • Θεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιεί φυσικούς παράγοντες όπως η άσκηση, η θερμότητα και τα ηλεκτρικά ερεθίσματα για την ανάρρωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά το ατύχημα, ο ασθενής χρειάστηκε φυσιοθεραπεία για να ανακτήσει την κινητικότητα του.
    • Η φυσιοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του πόνου και στη βελτίωση της κινητικότητας των αρθρώσεων.
    2