Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θεραπεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
θεραπεύω
-
ηλιοθεραπεία
-
ψυχοθεραπεία
-
φυσιοθεραπεία
-
θεραπευτής
-
χημειοθεραπεία
-
θεραπεύτρια
-
θεραπεύομαι
-
θεία
-
θεραπευτικός
-
θεραπευτήριο
)
Συνώνυμα
θεραπευτική
ιατρική
φροντίδα
3
Αντώνυμα
αμέλεια
παράλειψη
2
Ορισμός
Η διαδικασία ή οι ενέργειες που γίνονται για την αντιμετώπιση μιας ασθένειας ή μιας διαταραχής.
Η φροντίδα και η προσοχή που δίνεται σε κάποιον για να βελτιωθεί η υγεία του.
2
Παραδείγματα
Η θεραπεία του ασθενούς περιλάμβανε φάρμακα και φυσικοθεραπεία.
Η ψυχοθεραπεία βοήθησε τον ασθενή να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του.
2