Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φυσιολογικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
φυσιολογικός
-
φυσιολογία
-
φυσικά
-
λογικά
-
ψυχολογικά
)
Συνώνυμα
κανονικά
συνήθως
φυσικά
3
Αντώνυμα
ασυνήθιστα
παραδοξολογικά
ανώμαλα
3
Ορισμός
Με τρόπο που αντιστοιχεί στη φυσική κατάσταση ή λειτουργία.
Με τρόπο που είναι αναμενόμενο ή συνηθισμένο.
2
Παραδείγματα
Ο οργανισμός του λειτουργεί φυσιολογικά.
Φυσιολογικά, θα έπρεπε να έχεις τελειώσει τη δουλειά σου μέχρι τώρα.
2