Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λογικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
λογική
-
λογικός
-
λογικεύω
-
ψυχολογικά
-
λογικεύομαι
-
φυσιολογικά
)
Συνώνυμα
συστηματικά
μεθοδικά
αναλυτικά
3
Αντώνυμα
ανοργάνωτα
ασυστημάτιστα
χαοτικά
3
Ορισμός
Με τρόπο που βασίζεται στη λογική ή ακολουθεί τις αρχές της λογικής.
Με τρόπο που είναι συνεπής και ορθολογικός.
2
Παραδείγματα
Οι απόψεις του εκφράστηκαν λογικά και με σαφήνεια.
Η απόφαση πάρθηκε λογικά, με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα.
2