1. Λέξη
    λογικά (επίρρημα) - (παρόμοια: λογική - λογικός - λογικεύω - ψυχολογικά - λογικεύομαι - φυσιολογικά)
  2. Συνώνυμα
    • συστηματικά
    • μεθοδικά
    • αναλυτικά
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοργάνωτα
    • ασυστημάτιστα
    • χαοτικά
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που βασίζεται στη λογική ή ακολουθεί τις αρχές της λογικής.
    • Με τρόπο που είναι συνεπής και ορθολογικός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι απόψεις του εκφράστηκαν λογικά και με σαφήνεια.
    • Η απόφαση πάρθηκε λογικά, με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα.
    2