1. Λέξη
    φωτιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: φωτισμός)
  2. Συνώνυμα
    • φλόγα
    • καύση
    • πυρκαγιά
    3
  3. Αντώνυμα
    • νερό
    • πάγο
    • ψύχρα
    3
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία της καύσης, κατά την οποία εκλύεται θερμότητα και φως, συνήθως με την παρουσία οξυγόνου.
    • Μια φυσική καταστροφή που προκαλείται από την ανεξέλεγκτη εξάπλωση της φωτιάς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η φωτιά στο τζάκι έδινε μια ζεστή ατμόσφαιρα στο δωμάτιο.
    • Οι πυροσβέστες προσπάθησαν να ελέγξουν τη φωτιά που είχε ξεσπάσει στο δάσος.
    2