Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φωτιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φωτισμός
)
Συνώνυμα
φλόγα
καύση
πυρκαγιά
3
Αντώνυμα
νερό
πάγο
ψύχρα
3
Ορισμός
Η διαδικασία της καύσης, κατά την οποία εκλύεται θερμότητα και φως, συνήθως με την παρουσία οξυγόνου.
Μια φυσική καταστροφή που προκαλείται από την ανεξέλεγκτη εξάπλωση της φωτιάς.
2
Παραδείγματα
Η φωτιά στο τζάκι έδινε μια ζεστή ατμόσφαιρα στο δωμάτιο.
Οι πυροσβέστες προσπάθησαν να ελέγξουν τη φωτιά που είχε ξεσπάσει στο δάσος.
2