1. Λέξη
    φωτισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πατριωτισμός - φωτιά - φωτιστικό)
  2. Συνώνυμα
    • φως
    • λάμψη
    • έκλαμψη
    • φωταύγεια
    4
  3. Αντώνυμα
    • σκοτάδι
    • σκότος
    • ζόφος
    • σύσκοτο
    4
  4. Ορισμός
    • Η δράση του φωτίζει κάτι ή κάποιον.
    • Το φως που εκπέμπεται από μια πηγή.
    • Η διαδικασία της παροχής φωτός σε ένα χώρο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο φωτισμός του δρόμου ήταν ικανοποιητικός.
    • Η αίθουσα είχε πολύ καλό φωτισμό.
    • Ο φωτισμός της πόλης κατά τη νύχτα ήταν εντυπωσιακός.
    3