Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φωτισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πατριωτισμός
-
φωτιά
-
φωτιστικό
)
Συνώνυμα
φως
λάμψη
έκλαμψη
φωταύγεια
4
Αντώνυμα
σκοτάδι
σκότος
ζόφος
σύσκοτο
4
Ορισμός
Η δράση του φωτίζει κάτι ή κάποιον.
Το φως που εκπέμπεται από μια πηγή.
Η διαδικασία της παροχής φωτός σε ένα χώρο.
3
Παραδείγματα
Ο φωτισμός του δρόμου ήταν ικανοποιητικός.
Η αίθουσα είχε πολύ καλό φωτισμό.
Ο φωτισμός της πόλης κατά τη νύχτα ήταν εντυπωσιακός.
3