Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φωτοστέφανο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στέφανο
)
Συνώνυμα
αυτολαμπυρίδα
φωτοστέφανος
2
Αντώνυμα
σκοτάδι
σκοτεινότητα
2
Ορισμός
Μια φωτεινή δέσμη ή στεφάνι φωτός που εμφανίζεται γύρω από το κεφάλι ή το σώμα ενός ατόμου, συχνά σε θρησκευτικές ή μυστικιστικές απεικονίσεις.
Η αύρα ή η ακτινοβολία φωτός που περιβάλλει ένα αντικείμενο ή πρόσωπο, ιδιαίτερα σε καλλιτεχνικές ή θρησκευτικές παραστάσεις.
2
Παραδείγματα
Στις βυζαντινές εικόνες, οι άγιοι απεικονίζονται με ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι τους.
Ο ζωγράφος προσπάθησε να αποδώσει το φωτοστέφανο που περιβάλλει την Παναγία στο έργο του.
2