Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στέφανο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στέφανι
-
φωτοστέφανο
-
στέφεν
-
στέρνο
)
Συνώνυμα
στεφάνι
κίτρινο
δάφνινο στεφάνι
γιρλάντα
4
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα διακοσμητικό αντικείμενο που φοριέται γύρω από το κεφάλι, συνήθως ως ένδειξη τιμής, νίκης ή γιορτής.
Ένας κύκλος από λουλούδια, φύλλα ή άλλα υλικά που χρησιμοποιείται ως διακόσμηση ή ως σύμβολο.
Στην αρχαία Ελλάδα, ένα στεφάνι δόθηκε ως έπαθλο σε νικητές αγώνων ή ως τιμητική διάκριση.
3
Παραδείγματα
Ο νικητής των Ολυμπιακών Αγώνων έλαβε ένα στεφάνι από κλαδιά ελιάς.
Η νύφη φορούσε ένα όμορφο στεφάνι από λευκά λουλούδια.
Στην αρχαιότητα, οι ποιητές τιμώνταν με δάφνινο στεφάνι.
3