1. Λέξη
    στέφανο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: στέφανι - φωτοστέφανο - στέφεν - στέρνο)
  2. Συνώνυμα
    • στεφάνι
    • κίτρινο
    • δάφνινο στεφάνι
    • γιρλάντα
    4
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα διακοσμητικό αντικείμενο που φοριέται γύρω από το κεφάλι, συνήθως ως ένδειξη τιμής, νίκης ή γιορτής.
    • Ένας κύκλος από λουλούδια, φύλλα ή άλλα υλικά που χρησιμοποιείται ως διακόσμηση ή ως σύμβολο.
    • Στην αρχαία Ελλάδα, ένα στεφάνι δόθηκε ως έπαθλο σε νικητές αγώνων ή ως τιμητική διάκριση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο νικητής των Ολυμπιακών Αγώνων έλαβε ένα στεφάνι από κλαδιά ελιάς.
    • Η νύφη φορούσε ένα όμορφο στεφάνι από λευκά λουλούδια.
    • Στην αρχαιότητα, οι ποιητές τιμώνταν με δάφνινο στεφάνι.
    3