-
Λέξη
φύγω (ρήμα) - (παρόμοια:
φεύγω)
-
3
-
3
-
Ορισμός
- Να απομακρυνθώ γρήγορα από ένα μέρος, συνήθως για να αποφύγω κάτι δυσάρεστο ή επικίνδυνο.
- Να εγκαταλείψω μια θέση ή μια κατάσταση.
2
-
Παραδείγματα
- Όταν άκουσε τη σειρήνα, έφυγε τρέχοντας από το κτίριο.
- Αποφάσισε να φύγει από την πόλη για να ξεκινήσει μια νέα ζωή.
2