Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χάλαγε (ρήμα) - (παρόμοια:
χάλασμα
)
Συνώνυμα
κατέστρεφε
εξοντώνονταν
φθείρει
3
Αντώνυμα
επισκευάζει
διορθώνει
ανανεώνει
3
Ορισμός
Κάνει κάτι να μην λειτουργεί σωστά ή να χαλάσει.
Προκαλεί φθορά ή βλάβη σε κάτι.
Χαλάει την ηρεμία ή την αρμονία μιας κατάστασης.
3
Παραδείγματα
Η βροχή χάλασε τα ρούχα που ήταν στο μπαλκόνι.
Ο θόρυβος χάλασε την ησυχία της γειτονιάς.
Το παλιό αυτοκίνητο χάλασε ξανά στο δρόμο.
3