1. Λέξη
    χάλαγε (ρήμα) - (παρόμοια: χάλασμα)
  2. Συνώνυμα
    • κατέστρεφε
    • εξοντώνονταν
    • φθείρει
    3
  3. Αντώνυμα
    • επισκευάζει
    • διορθώνει
    • ανανεώνει
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνει κάτι να μην λειτουργεί σωστά ή να χαλάσει.
    • Προκαλεί φθορά ή βλάβη σε κάτι.
    • Χαλάει την ηρεμία ή την αρμονία μιας κατάστασης.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η βροχή χάλασε τα ρούχα που ήταν στο μπαλκόνι.
    • Ο θόρυβος χάλασε την ησυχία της γειτονιάς.
    • Το παλιό αυτοκίνητο χάλασε ξανά στο δρόμο.
    3