Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χάλασμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χάσμα
-
χάλαγε
)
Συνώνυμα
καταστροφή
βλάβη
ζημιά
φθορά
4
Αντώνυμα
επισκευή
κατασκευή
ανακαίνιση
συντήρηση
4
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του να χαλάσει κάτι, να μην λειτουργεί πλέον σωστά.
Η φθορά ή η υποβάθμιση της ποιότητας ή της κατάστασης ενός αντικειμένου.
Μια κατάσταση διαταραχής ή αναστάτωσης.
3
Παραδείγματα
Το χάλασμα του υπολογιστή έγινε μετά από ηλεκτρική διακύμανση.
Το χάλασμα των σχέσεων μεταξύ των δύο φίλων ήταν αναπόφευκτο.
Μετά το χάλασμα του ψυγείου, όλα τα τρόφιμα χαλάσανε.
3