1. Λέξη
    χάλασμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χάσμα - χάλαγε)
  2. Συνώνυμα
    • καταστροφή
    • βλάβη
    • ζημιά
    • φθορά
    4
  3. Αντώνυμα
    • επισκευή
    • κατασκευή
    • ανακαίνιση
    • συντήρηση
    4
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του να χαλάσει κάτι, να μην λειτουργεί πλέον σωστά.
    • Η φθορά ή η υποβάθμιση της ποιότητας ή της κατάστασης ενός αντικειμένου.
    • Μια κατάσταση διαταραχής ή αναστάτωσης.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το χάλασμα του υπολογιστή έγινε μετά από ηλεκτρική διακύμανση.
    • Το χάλασμα των σχέσεων μεταξύ των δύο φίλων ήταν αναπόφευκτο.
    • Μετά το χάλασμα του ψυγείου, όλα τα τρόφιμα χαλάσανε.
    3