1. Λέξη
    χάλια (επίθετο) - (παρόμοια: χάλι)
  2. Συνώνυμα
    • κακός
    • άθλιος
    • απαίσιος
    3
  3. Αντώνυμα
    • καλός
    • άριστος
    • εξαιρετικός
    3
  4. Ορισμός
    • Πολύ κακός, ανεπιθύμητος ή χαμηλής ποιότητας.
    • Σε πολύ κακή κατάσταση, συνήθως αναφερόμενο σε υγεία ή ψυχολογική κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η υγεία του είναι χάλια μετά από την ασθένεια.
    • Η ποιότητα της υπηρεσίας ήταν χάλια και δεν θα ξαναπάω σε αυτό το εστιατόριο.
    2