Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χάλια (επίθετο) - (παρόμοια:
χάλι
)
Συνώνυμα
κακός
άθλιος
απαίσιος
3
Αντώνυμα
καλός
άριστος
εξαιρετικός
3
Ορισμός
Πολύ κακός, ανεπιθύμητος ή χαμηλής ποιότητας.
Σε πολύ κακή κατάσταση, συνήθως αναφερόμενο σε υγεία ή ψυχολογική κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Η υγεία του είναι χάλια μετά από την ασθένεια.
Η ποιότητα της υπηρεσίας ήταν χάλια και δεν θα ξαναπάω σε αυτό το εστιατόριο.
2