1. Λέξη
    χάλι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χάλια - χάρλι - χάλεϊ)
  2. Συνώνυμα
    • αταξία
    • αναστάτωση
    • χάος
    3
  3. Αντώνυμα
    • τάξη
    • οργάνωση
    • ηρεμία
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση της πλήρους αταξίας ή αναστάτωσης.
    • Μια κατάσταση μεγάλης σύγχυσης ή αταξίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά το πάρτι, το σπίτι ήταν ένα χάλι.
    • Η κυκλοφορία στην πόλη είναι ένα χάλι λόγω των έργων.
    2