Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χάραγμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χάραμα
-
χάρα
-
χάρμα
)
Συνώνυμα
σήμα
σημάδι
στίγμα
χαρακτήρας
4
Αντώνυμα
αδιαφορία
ασημαντότητα
αχρέωση
3
Ορισμός
Ένα σημάδι ή γραμμή που δημιουργείται με εγκοπή ή ξύσιμο σε μια επιφάνεια.
Συμβολική αναπαράσταση ή ένδειξη.
Στη βιολογία, μια μόνιμη αλλαγή στο δέρμα, όπως μια ουλή ή ένα τατουάζ.
3
Παραδείγματα
Το χάραγμα στο δέντρο έδειχνε το ύψος του παιδιού κάθε χρόνο.
Η πράξη της γενναιοδωρίας άφησε ένα αξέχαστο χάραγμα στην καρδιά του.
Το τατουάζ του ήταν ένα χάραγμα που θύμιζε μια σημαντική στιγμή της ζωής του.
3