Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χάρμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χάρμον
-
χάραμα
-
χάρμονι
-
χάρισμα
-
χάραγμα
-
άρμα
-
χάρα
-
χάρη
)
Συνώνυμα
χαρά
ευτυχία
αγαλλίαση
3
Αντώνυμα
θλίψη
λύπη
δυστυχία
3
Ορισμός
Μεγάλη ευχαρίστηση ή ικανοποίηση.
Έντονο συναίσθημα ευτυχίας.
2
Παραδείγματα
Το χάρμα του παιδιού ήταν απερίγραπτο όταν είδε τα δώρα.
Η νίκη της ομάδας προκάλεσε χάρμα στους φιλάθλους.
2