1. Λέξη
    χάρης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: Χάρης - χάρη - χάρτης - χάρα - άρης)
  2. Συνώνυμα
    • χαρά
    • ευτυχία
    • αγαλλίαση
    3
  3. Αντώνυμα
    • θλίψη
    • λύπη
    • μελαγχολία
    3
  4. Ορισμός
    • Η αίσθηση της ευτυχίας και της ικανοποίησης.
    • Μια θετική συναισθηματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αισθήματα ικανοποίησης και ευφορίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο χάρης του παιδιού ήταν ανυπόφορος όταν έλαβε το δώρο.
    • Η παρουσία της οικογένειάς της της έφερνε μεγάλο χάρη.
    2