Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χάρη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
Χάρης
-
χάρης
-
χάρα
-
χάρβι
-
χάρλι
-
χάρις
-
χάρος
-
χάρρυ
-
χάρμα
)
Συνώνυμα
ευγένεια
χάρισμα
κομψότητα
3
Αντώνυμα
αγένεια
αδεξιότητα
2
Ορισμός
Η ποιότητα του να είναι κάποιος ευγενικός και ευχάριστος.
Μια ευνοϊκή διάθεση ή ευμένεια που δείχνει κάποιος προς κάποιον άλλον.
Ένα φυσικό ταλέντο ή ικανότητα.
3
Παραδείγματα
Η χάρη της κίνησής της την έκανε να ξεχωρίζει.
Ο βασιλιάς έδειξε χάρη στον αιχμάλωτο και τον άφησε ελεύθερο.
Η χάρη της φύσης φαίνεται στα λουλούδια της άνοιξης.
3