1. Λέξη
    χάρη (ουσιαστικό) - (παρόμοια: Χάρης - χάρης - χάρα - χάρβι - χάρλι - χάρις - χάρος - χάρρυ - χάρμα)
  2. Συνώνυμα
    • ευγένεια
    • χάρισμα
    • κομψότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγένεια
    • αδεξιότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Η ποιότητα του να είναι κάποιος ευγενικός και ευχάριστος.
    • Μια ευνοϊκή διάθεση ή ευμένεια που δείχνει κάποιος προς κάποιον άλλον.
    • Ένα φυσικό ταλέντο ή ικανότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η χάρη της κίνησής της την έκανε να ξεχωρίζει.
    • Ο βασιλιάς έδειξε χάρη στον αιχμάλωτο και τον άφησε ελεύθερο.
    • Η χάρη της φύσης φαίνεται στα λουλούδια της άνοιξης.
    3