1. Λέξη
    χάσω (ρήμα) - (παρόμοια: χάσμα)
  2. Συνώνυμα
    • εξαφανίζω
    • χάνω
    • αποβάλλω
    3
  3. Αντώνυμα
    • βρίσκω
    • ανακτώ
    • διατηρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να μην μπορώ πλέον να βρω κάτι που είχα.
    • Να μην καταφέρνω να κρατήσω κάτι που είχα.
    • Να μην επιτύχω σε κάτι που προσπάθησα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Χάσαμε το κλειδί του σπιτιού και δεν μπορούμε να μπούμε μέσα.
    • Δεν θέλω να χάσω την ευκαιρία να ταξιδέψω στο εξωτερικό.
    • Η ομάδα μας έχασε το παιχνίδι χθες το βράδυ.
    3