-
Λέξη
χάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
χάσμα)
-
3
-
3
-
Ορισμός
- Να μην μπορώ πλέον να βρω κάτι που είχα.
- Να μην καταφέρνω να κρατήσω κάτι που είχα.
- Να μην επιτύχω σε κάτι που προσπάθησα.
3
-
Παραδείγματα
- Χάσαμε το κλειδί του σπιτιού και δεν μπορούμε να μπούμε μέσα.
- Δεν θέλω να χάσω την ευκαιρία να ταξιδέψω στο εξωτερικό.
- Η ομάδα μας έχασε το παιχνίδι χθες το βράδυ.
3