Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χάσμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χάρισμα
-
χάλασμα
-
άσμα
-
χάσω
)
Συνώνυμα
κενό
άβυσσος
χάος
διάκενο
4
Αντώνυμα
συνέχεια
ενότητα
ολότητα
3
Ορισμός
Μεγάλο άδειο χώρο που δημιουργείται μεταξύ δύο επιφανειών ή σημείων.
Εκτεταμένη απόσταση ή διαφορά σε γνώση, κατανόηση ή συμπεριφορά.
Στη γεωλογία, βαθιά ρήγμα ή ρωγμή στη γη.
3
Παραδείγματα
Ένα χάσμα χώριζε τους δύο βράχους.
Υπάρχει ένα χάσμα γενεών μεταξύ των γονέων και των παιδιών τους.
Οι γεωλόγοι μελέτησαν το χάσμα που δημιουργήθηκε μετά τον σεισμό.
3