Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαρισματική (επίθετο) - (παρόμοια:
χαρισματικό
-
χαρισματικός
-
χαριστικός
)
Συνώνυμα
ταλαντούχα
προικισμένη
δημιουργική
3
Αντώνυμα
άχαρη
αδιάφορη
αστοιχείωτη
3
Ορισμός
που διαθέτει φυσικό ταλέντο ή ιδιαίτερες ικανότητες
που χαρακτηρίζεται από ευφυΐα και δημιουργικότητα
2
Παραδείγματα
Η χαρισματική καλλιτέχνης έδωσε μια εντυπωσιακή παράσταση.
Είναι μια χαρισματική ηγέτιδα που εμπνέει τους ανθρώπους γύρω της.
2