1. Λέξη
    χαρισματικό (επίθετο) - (παρόμοια: χαρισματικός - χαρισματική - χαριστικός)
  2. Συνώνυμα
    • ταλαντούχο
    • προικισμένο
    • δημιουργικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • άχαρο
    • αδιάφορο
    • ασήμαντο
    3
  4. Ορισμός
    • που διαθέτει φυσικό ταλέντο ή χάρισμα
    • που χαρακτηρίζεται από ευφυΐα και δημιουργικότητα
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συναυλία του ήταν πραγματικά χαρισματική.
    • Μια χαρισματική ηθοποιός που κέρδισε πολλά βραβεία.
    2