1. Λέξη
    χαροποιώ (ρήμα) - (παρόμοια: τροποποιώ)
  2. Συνώνυμα
    • ευχαριστώ
    • εξευμενίζω
    • ευφραίνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • θλίβω
    • λυπώ
    • σκοτεινιάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάποιον να νιώθει χαρά ή ευτυχία.
    • Προκαλώ ευχαρίστηση ή ικανοποίηση σε κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι καλές του ειδήσεις με χαροποίησαν πολύ.
    • Η παρουσία της οικογένειάς της πάντα την χαροποιεί.
    2