Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαροποιώ (ρήμα) - (παρόμοια:
τροποποιώ
)
Συνώνυμα
ευχαριστώ
εξευμενίζω
ευφραίνω
3
Αντώνυμα
θλίβω
λυπώ
σκοτεινιάζω
3
Ορισμός
Κάνω κάποιον να νιώθει χαρά ή ευτυχία.
Προκαλώ ευχαρίστηση ή ικανοποίηση σε κάποιον.
2
Παραδείγματα
Οι καλές του ειδήσεις με χαροποίησαν πολύ.
Η παρουσία της οικογένειάς της πάντα την χαροποιεί.
2