1. Λέξη
    τροποποιώ (ρήμα) - (παρόμοια: τροποποίηση - χαροποιώ - τροπή - ταυτοποιώ - τακτοποιώ)
  2. Συνώνυμα
    • αλλάζω
    • μεταβάλλω
    • προσαρμόζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • παραμένω
    • διατηρώ
    • σταθεροποιώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω αλλαγές σε κάτι για να το βελτιώσω ή να το προσαρμόσω σε νέες συνθήκες.
    • Να μεταβάλλω ή να τροποποιώ κάποιο κείμενο, νόμο ή άλλο έγγραφο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα τροποποιήσω την πρόταση για να γίνει πιο σαφής.
    • Ο νόμος τροποποιήθηκε για να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες.
    2