Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τροποποιώ (ρήμα) - (παρόμοια:
τροποποίηση
-
χαροποιώ
-
τροπή
-
ταυτοποιώ
-
τακτοποιώ
)
Συνώνυμα
αλλάζω
μεταβάλλω
προσαρμόζω
3
Αντώνυμα
παραμένω
διατηρώ
σταθεροποιώ
3
Ορισμός
Να κάνω αλλαγές σε κάτι για να το βελτιώσω ή να το προσαρμόσω σε νέες συνθήκες.
Να μεταβάλλω ή να τροποποιώ κάποιο κείμενο, νόμο ή άλλο έγγραφο.
2
Παραδείγματα
Θα τροποποιήσω την πρόταση για να γίνει πιο σαφής.
Ο νόμος τροποποιήθηκε για να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες.
2