Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαρτζιλίκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χαλίκι
-
χαρτάκι
)
Συνώνυμα
μισθός
αμοιβή
επιβράβευση
3
Αντώνυμα
ζημία
απώλεια
καθυστέρηση
3
Ορισμός
Μικρό χρηματικό ποσό που δίνεται σε κάποιον, συνήθως σε παιδί, ως ανταμοιβή ή για τις καθημερινές του ανάγκες.
Το ποσό που δίνεται σε κάποιον για συγκεκριμένη υπηρεσία ή εργασία.
2
Παραδείγματα
Τα παιδιά περιμένουν το χαρτζιλίκι τους κάθε Σαββατοκύριακο.
Ο πατέρας του έδωσε ένα μεγάλο χαρτζιλίκι για τη βοήθεια που του πρόσφερε.
2