1. Λέξη
    χαρτζιλίκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χαλίκι - χαρτάκι)
  2. Συνώνυμα
    • μισθός
    • αμοιβή
    • επιβράβευση
    3
  3. Αντώνυμα
    • ζημία
    • απώλεια
    • καθυστέρηση
    3
  4. Ορισμός
    • Μικρό χρηματικό ποσό που δίνεται σε κάποιον, συνήθως σε παιδί, ως ανταμοιβή ή για τις καθημερινές του ανάγκες.
    • Το ποσό που δίνεται σε κάποιον για συγκεκριμένη υπηρεσία ή εργασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα παιδιά περιμένουν το χαρτζιλίκι τους κάθε Σαββατοκύριακο.
    • Ο πατέρας του έδωσε ένα μεγάλο χαρτζιλίκι για τη βοήθεια που του πρόσφερε.
    2