1. Λέξη
    χαλίκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χαλί - χαλίλ - χαλάκι - χαρτζιλίκι - χαλ - χαλίφης)
  2. Συνώνυμα
    • βότσαλο
    • λίθος
    • πέτρα
    3
  3. Αντώνυμα
    • άμμος
    • σκόνη
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρός, στρογγυλεμένος λίθος που συχνά βρίσκεται σε ακτές ή ποτάμια.
    • Υλικό που αποτελείται από μικρούς λίθους, χρησιμοποιείται σε κατασκευές ή για διακοσμητικούς σκοπούς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το παιδί έριξε ένα χαλίκι στη λίμνη.
    • Το μονοπάτι ήταν στρωμένο με χαλίκι.
    2