Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαλίκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χαλί
-
χαλίλ
-
χαλάκι
-
χαρτζιλίκι
-
χαλ
-
χαλίφης
)
Συνώνυμα
βότσαλο
λίθος
πέτρα
3
Αντώνυμα
άμμος
σκόνη
2
Ορισμός
Μικρός, στρογγυλεμένος λίθος που συχνά βρίσκεται σε ακτές ή ποτάμια.
Υλικό που αποτελείται από μικρούς λίθους, χρησιμοποιείται σε κατασκευές ή για διακοσμητικούς σκοπούς.
2
Παραδείγματα
Το παιδί έριξε ένα χαλίκι στη λίμνη.
Το μονοπάτι ήταν στρωμένο με χαλίκι.
2