Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαρτομάντιλο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χαρτομάντηλο
-
χαρτομάνι
)
Συνώνυμα
χαρτί πετσέτας
χαρτοπετσέτα
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα λεπτό χαρτί που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό ή τη στεγνώση των χεριών ή του προσώπου.
Μια εφάπαξ χαρτοπετσέτα που χρησιμοποιείται συνήθως σε τραπέζια ή σε δημόσιους χώρους.
2
Παραδείγματα
Χρειάζομαι ένα χαρτομάντιλο για να σκουπίσω τα χέρια μου.
Το εστιατόριο παρείχε χαρτομάντιλα για τους πελάτες του.
2