1. Λέξη
    χαρτομάντιλο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χαρτομάντηλο - χαρτομάνι)
  2. Συνώνυμα
    • χαρτί πετσέτας
    • χαρτοπετσέτα
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ένα λεπτό χαρτί που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό ή τη στεγνώση των χεριών ή του προσώπου.
    • Μια εφάπαξ χαρτοπετσέτα που χρησιμοποιείται συνήθως σε τραπέζια ή σε δημόσιους χώρους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χρειάζομαι ένα χαρτομάντιλο για να σκουπίσω τα χέρια μου.
    • Το εστιατόριο παρείχε χαρτομάντιλα για τους πελάτες του.
    2