Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χιονίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
χιονίζει
-
τονίζω
)
Συνώνυμα
χιονοβολώ
πετάει χιόνι
2
Αντώνυμα
λιώνω
λιώσει
2
Ορισμός
να πέφτει χιόνι από τον ουρανό
να υπάρχει χιονόπτωση
2
Παραδείγματα
Σήμερα χιονίζει πολύ στην Αθήνα.
Το χειμώνα συχνά χιονίζει στα βουνά.
2