1. Λέξη
    χιονίζω (ρήμα) - (παρόμοια: χιονίζει - τονίζω)
  2. Συνώνυμα
    • χιονοβολώ
    • πετάει χιόνι
    2
  3. Αντώνυμα
    • λιώνω
    • λιώσει
    2
  4. Ορισμός
    • να πέφτει χιόνι από τον ουρανό
    • να υπάρχει χιονόπτωση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Σήμερα χιονίζει πολύ στην Αθήνα.
    • Το χειμώνα συχνά χιονίζει στα βουνά.
    2