Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χρίσμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πρίσμα
)
Συνώνυμα
άλειμμα
χρίσιμο
μύρο
3
Αντώνυμα
αχρίστια
ακαθαρσία
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χρίζω, δηλαδή του αλείφω με μύρο ή άγιο έλαιο.
Συμβολικά, η χάρη ή η ευλογία που δίνεται από το Θεό.
Στην εκκλησιαστική παράδοση, το ιερό μύρο που χρησιμοποιείται σε τελετές όπως το βάπτισμα ή το χρίσμα.
3
Παραδείγματα
Το χρίσμα του βασιλιά γινόταν με ιερό έλαιο.
Ο ιερέας έκανε το χρίσμα στο μέτωπο του παιδιού κατά το βάπτισμα.
Το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος δίνει δύναμη στους πιστούς.
3