Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρίσμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χρίσμα
-
πείσμα
)
Συνώνυμα
κρύσταλλο
πολύεδρο
γωνιακό σχήμα
3
Αντώνυμα
σφαίρα
κύκλος
2
Ορισμός
Γεωμετρικό σχήμα με δύο παράλληλες βάσεις και πλευρικές έδρες που είναι παραλληλόγραμμες.
Οπτικό στοιχείο που χρησιμοποιείται για τη διάθλαση του φωτός σε διαφορετικά μήκη κύματος.
Συμβολική αναπαράσταση μιας πολυδιάστατης πραγματικότητας.
3
Παραδείγματα
Το πρίσμα χωρίζει το λευκό φως στα χρώματα του ουράνιου τόξου.
Στη γεωμετρία, ένα ορθογώνιο πρίσμα έχει ορθογώνιες βάσεις.
Βλέπει τα πράγματα μέσα από το δικό του πρίσμα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις απόψεις των άλλων.
3