1. Λέξη
    χρεώνω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεχρεώνω - υποχρεώνω)
  2. Συνώνυμα
    • οφείλω
    • πρέπει
    • είμαι υποχρεωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • απαλλάσσομαι
    • ελευθερώνομαι
    2
  4. Ορισμός
    • Να έχω την υποχρέωση να κάνω κάτι ή να δίνω κάτι.
    • Να είμαι υπόχρεος σε κάποιον για χρήματα ή υπηρεσίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χρεώνω να πληρώσω τους λογαριασμούς μου έγκαιρα.
    • Τον χρεώνω με την ευθύνη της αποστολής.
    2