Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χρεώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεχρεώνω
-
υποχρεώνω
)
Συνώνυμα
οφείλω
πρέπει
είμαι υποχρεωμένος
3
Αντώνυμα
απαλλάσσομαι
ελευθερώνομαι
2
Ορισμός
Να έχω την υποχρέωση να κάνω κάτι ή να δίνω κάτι.
Να είμαι υπόχρεος σε κάποιον για χρήματα ή υπηρεσίες.
2
Παραδείγματα
Χρεώνω να πληρώσω τους λογαριασμούς μου έγκαιρα.
Τον χρεώνω με την ευθύνη της αποστολής.
2