1. Λέξη
    υποχρεώνω (ρήμα) - (παρόμοια: χρεώνω - ξεχρεώνω - υποχρεωμένος - υποχρεωτικός)
  2. Συνώνυμα
    • αναγκάζω
    • επιβάλλω
    • καταναγκάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • απαλλάσσω
    • ελευθερώνω
    • απολύω
    3
  4. Ορισμός
    • να αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, είτε με νόμο είτε με πίεση
    • να επιβάλλω υποχρέωση ή καθήκον σε κάποιον
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο νόμος υποχρεώνει όλους τους πολίτες να πληρώνουν φόρους.
    • Οι συνθήκες υποχρεώνουν τον εργοδότη να παρέχει ασφάλεια στους εργαζόμενους.
    2