Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποχρεώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
χρεώνω
-
ξεχρεώνω
-
υποχρεωμένος
-
υποχρεωτικός
)
Συνώνυμα
αναγκάζω
επιβάλλω
καταναγκάζω
3
Αντώνυμα
απαλλάσσω
ελευθερώνω
απολύω
3
Ορισμός
να αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, είτε με νόμο είτε με πίεση
να επιβάλλω υποχρέωση ή καθήκον σε κάποιον
2
Παραδείγματα
Ο νόμος υποχρεώνει όλους τους πολίτες να πληρώνουν φόρους.
Οι συνθήκες υποχρεώνουν τον εργοδότη να παρέχει ασφάλεια στους εργαζόμενους.
2