Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χρηματοδοτώ (ρήμα) - (παρόμοια:
σηματοδοτώ
-
χρηματοδότης
-
χρηματοδότηση
-
χρηματικός
)
Συνώνυμα
χρηματοοικονομώ
επιδοτώ
χρηματικοδοτώ
3
Αντώνυμα
αποχρηματοδοτώ
στερώ χρηματοδότησης
2
Ορισμός
Παρέχω οικονομικά μέσα για κάποιο σκοπό ή λειτουργία.
Εξασφαλίζω χρηματοδότηση για ένα έργο ή μια δραστηριότητα.
2
Παραδείγματα
Η κυβέρνηση αποφάσισε να χρηματοδοτήσει το νέο πολιτιστικό πρόγραμμα.
Οι δωρητές συμφώνησαν να χρηματοδοτήσουν την έρευνα για την ασθένεια.
2