1. Λέξη
    χρηματοδοτώ (ρήμα) - (παρόμοια: σηματοδοτώ - χρηματοδότης - χρηματοδότηση - χρηματικός)
  2. Συνώνυμα
    • χρηματοοικονομώ
    • επιδοτώ
    • χρηματικοδοτώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποχρηματοδοτώ
    • στερώ χρηματοδότησης
    2
  4. Ορισμός
    • Παρέχω οικονομικά μέσα για κάποιο σκοπό ή λειτουργία.
    • Εξασφαλίζω χρηματοδότηση για ένα έργο ή μια δραστηριότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κυβέρνηση αποφάσισε να χρηματοδοτήσει το νέο πολιτιστικό πρόγραμμα.
    • Οι δωρητές συμφώνησαν να χρηματοδοτήσουν την έρευνα για την ασθένεια.
    2