1. Λέξη
    χτίζω (ρήμα) - (παρόμοια: χτίζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • οικοδομώ
    • κατασκευάζω
    • χτίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατεδαφίζω
    • γκρεμίζω
    • καταστρέφω
    3
  4. Ορισμός
    • Δημιουργώ ένα κτίριο ή άλλη κατασκευή συνδέοντας ή συνδυάζοντας υλικά.
    • Αναπτύσσω κάτι σταδιακά και με επιμέλεια.
    • Ενισχύω ή ενδυναμώνω κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οικοδομούμε ένα νέο σπίτι στο χωριό.
    • Πρέπει να χτίσουμε μια ισχυρή ομάδα για το έργο.
    • Η εμπιστοσύνη χτίζεται με τον καιρό.
    3