Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χτίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
χτίζομαι
)
Συνώνυμα
οικοδομώ
κατασκευάζω
χτίζω
3
Αντώνυμα
κατεδαφίζω
γκρεμίζω
καταστρέφω
3
Ορισμός
Δημιουργώ ένα κτίριο ή άλλη κατασκευή συνδέοντας ή συνδυάζοντας υλικά.
Αναπτύσσω κάτι σταδιακά και με επιμέλεια.
Ενισχύω ή ενδυναμώνω κάτι.
3
Παραδείγματα
Οικοδομούμε ένα νέο σπίτι στο χωριό.
Πρέπει να χτίσουμε μια ισχυρή ομάδα για το έργο.
Η εμπιστοσύνη χτίζεται με τον καιρό.
3