Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χτυπήθηκα (ρήμα) - (παρόμοια:
χτυπήσω
)
Συνώνυμα
τραυματίστηκα
πληγώθηκα
πάθαμε
3
Αντώνυμα
γλύτωσα
απέφυγα
2
Ορισμός
Νιώθω πόνο ή ζημιά στο σώμα μου λόγω κάποιας εξωτερικής δράσης.
Βρίσκομαι σε κατάσταση σωματικής ή ψυχικής ταλαιπωρίας.
2
Παραδείγματα
Χτυπήθηκα στο πόδι όταν έπεσε το βιβλίο.
Χτυπήθηκα ψυχολογικά από τα λόγια του.
2