1. Λέξη
    χτυπήθηκα (ρήμα) - (παρόμοια: χτυπήσω)
  2. Συνώνυμα
    • τραυματίστηκα
    • πληγώθηκα
    • πάθαμε
    3
  3. Αντώνυμα
    • γλύτωσα
    • απέφυγα
    2
  4. Ορισμός
    • Νιώθω πόνο ή ζημιά στο σώμα μου λόγω κάποιας εξωτερικής δράσης.
    • Βρίσκομαι σε κατάσταση σωματικής ή ψυχικής ταλαιπωρίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χτυπήθηκα στο πόδι όταν έπεσε το βιβλίο.
    • Χτυπήθηκα ψυχολογικά από τα λόγια του.
    2