1. Λέξη
    χτυπήσω (ρήμα) - (παρόμοια: χτυπήσουν - κτυπήσω - ξαναχτυπήσω - χτυπώ - χτυπήθηκα - χτυπάω)
  2. Συνώνυμα
    • χτυπώ
    • κτυπώ
    • χτυπάω
    • κτυπάω
    4
  3. Αντώνυμα
    • χαλαρώνω
    • ηρεμώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να προκαλώ ή να δέχομαι ένα φυσικό χτύπημα.
    • Να προκαλώ ήχο με χτύπημα.
    • Να κάνω κάτι με βία ή ένταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα χτυπήσω την πόρτα αν δεν ανοίξεις.
    • Ο καφές χτύπησε το τραπέζι και χύθηκε.
    • Οι καμπάνες χτυπούν τα μεσάνυχτα.
    3