Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χτυπήσουν (ρήμα) - (παρόμοια:
χτυπήσω
)
Συνώνυμα
χτυπώ
κτυπώ
χτυπάω
κτυπάω
4
Αντώνυμα
χαϊδεύω
αγγίζω απαλά
2
Ορισμός
Να προκαλώ θόρυβο ή κραδασμούς με την επαφή ενός αντικειμένου με ένα άλλο.
Να προκαλώ πόνο ή ζημιά σε κάποιον ή κάτι με φυσική δύναμη.
Να επηρεάζω κάποιον συναισθηματικά ή ψυχολογικά.
3
Παραδείγματα
Οι καμπάνες χτύπησαν για να σηματοδοτήσουν την έναρξη της τελετής.
Ο πατέρας χτύπησε το τραπέζι με την γροθιά του από θυμό.
Η είδηση του θανάτου του χτύπησε βαθιά.
3