1. Λέξη
    χτυπήσουν (ρήμα) - (παρόμοια: χτυπήσω)
  2. Συνώνυμα
    • χτυπώ
    • κτυπώ
    • χτυπάω
    • κτυπάω
    4
  3. Αντώνυμα
    • χαϊδεύω
    • αγγίζω απαλά
    2
  4. Ορισμός
    • Να προκαλώ θόρυβο ή κραδασμούς με την επαφή ενός αντικειμένου με ένα άλλο.
    • Να προκαλώ πόνο ή ζημιά σε κάποιον ή κάτι με φυσική δύναμη.
    • Να επηρεάζω κάποιον συναισθηματικά ή ψυχολογικά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι καμπάνες χτύπησαν για να σηματοδοτήσουν την έναρξη της τελετής.
    • Ο πατέρας χτύπησε το τραπέζι με την γροθιά του από θυμό.
    • Η είδηση του θανάτου του χτύπησε βαθιά.
    3