Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χυδαίος (επίθετο) - (παρόμοια:
χυδαία
-
σπουδαίος
)
Συνώνυμα
αγενής
αισχρός
προσβλητικός
3
Αντώνυμα
ευγενής
καθωσπρέπει
εξαιρετικός
3
Ορισμός
Που χαρακτηρίζεται από αγένεια ή αισχρότητα.
Που δεν ανταποκρίνεται στα κοινωνικά ή ηθικά πρότυπα.
Που προκαλεί δυσαρέσκεια ή αποστροφή λόγω της απλότητας ή της αγενείας του.
3
Παραδείγματα
Ο χυδαίος τρόπος που μίλησε στον γέρο άνθρωπο με εξόργισε.
Η χυδαία συμπεριφορά του σε δημόσιους χώρους τον έκανε ανεπιθύμητο.
Αποφεύγω να βλέπω τέτοιες χυδαίες ταινίες.
3