1. Λέξη
    χυδαίος (επίθετο) - (παρόμοια: χυδαία - σπουδαίος)
  2. Συνώνυμα
    • αγενής
    • αισχρός
    • προσβλητικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευγενής
    • καθωσπρέπει
    • εξαιρετικός
    3
  4. Ορισμός
    • Που χαρακτηρίζεται από αγένεια ή αισχρότητα.
    • Που δεν ανταποκρίνεται στα κοινωνικά ή ηθικά πρότυπα.
    • Που προκαλεί δυσαρέσκεια ή αποστροφή λόγω της απλότητας ή της αγενείας του.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο χυδαίος τρόπος που μίλησε στον γέρο άνθρωπο με εξόργισε.
    • Η χυδαία συμπεριφορά του σε δημόσιους χώρους τον έκανε ανεπιθύμητο.
    • Αποφεύγω να βλέπω τέτοιες χυδαίες ταινίες.
    3