Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σπουδαίος (επίθετο) - (παρόμοια:
σπουδή
-
σπουδαστής
-
σπουδές
-
χυδαίος
-
σπουδάζω
-
σπουδαιότητα
)
Συνώνυμα
σημαντικός
βασικός
κρίσιμος
3
Αντώνυμα
ασήμαντος
αδιάφορος
επιφανειακός
3
Ορισμός
που έχει μεγάλη σημασία ή αξία
που χαρακτηρίζεται από σοβαρότητα και προσοχή στη λεπτομέρεια
2
Παραδείγματα
Αυτή είναι μια σπουδαία ευκαιρία για την καριέρα σου.
Ο καθηγητής έκανε μια σπουδαία παρουσίαση στο συνέδριο.
2