1. Λέξη
    σπουδαίος (επίθετο) - (παρόμοια: σπουδή - σπουδαστής - σπουδές - χυδαίος - σπουδάζω - σπουδαιότητα)
  2. Συνώνυμα
    • σημαντικός
    • βασικός
    • κρίσιμος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασήμαντος
    • αδιάφορος
    • επιφανειακός
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει μεγάλη σημασία ή αξία
    • που χαρακτηρίζεται από σοβαρότητα και προσοχή στη λεπτομέρεια
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αυτή είναι μια σπουδαία ευκαιρία για την καριέρα σου.
    • Ο καθηγητής έκανε μια σπουδαία παρουσίαση στο συνέδριο.
    2