Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χωράφι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χωράω
)
Συνώνυμα
αγρός
πεδίο
καλλιέργεια
3
Αντώνυμα
πόλη
αστικό κέντρο
2
Ορισμός
Ένα κομμάτι γης που χρησιμοποιείται για καλλιέργεια.
Μια έκταση γης, συνήθως εκτός αστικών περιοχών, που χρησιμοποιείται για γεωργικούς σκοπούς.
2
Παραδείγματα
Το χωράφι ήταν γεμάτο σιτάρι.
Ο παππούς μου έχει ένα χωράφι με ελιές.
2