1. Λέξη
    χωράφι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χωράω)
  2. Συνώνυμα
    • αγρός
    • πεδίο
    • καλλιέργεια
    3
  3. Αντώνυμα
    • πόλη
    • αστικό κέντρο
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα κομμάτι γης που χρησιμοποιείται για καλλιέργεια.
    • Μια έκταση γης, συνήθως εκτός αστικών περιοχών, που χρησιμοποιείται για γεωργικούς σκοπούς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το χωράφι ήταν γεμάτο σιτάρι.
    • Ο παππούς μου έχει ένα χωράφι με ελιές.
    2