1. Λέξη
    χωράω (ρήμα) - (παρόμοια: χωράφι - χωρώ - προχωράω)
  2. Συνώνυμα
    • εμπεριέχω
    • περιλαμβάνω
    • συμπεριλαμβάνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκλείω
    • εξαιρώ
    2
  4. Ορισμός
    • Να έχω την ικανότητα να περιέχω κάτι ή κάποιον.
    • Να έχω αρκετό χώρο για κάτι ή κάποιον.
    • Να μπορώ να ανταπεξέλθω σε μια κατάσταση ή πρόκληση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αυτό το κουτί χωράει πολλά βιβλία.
    • Η αίθουσα δεν χωράει άλλους ανθρώπους.
    • Δεν χωράω άλλη δουλειά αυτή την εβδομάδα.
    3