Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χωράω (ρήμα) - (παρόμοια:
χωράφι
-
χωρώ
-
προχωράω
)
Συνώνυμα
εμπεριέχω
περιλαμβάνω
συμπεριλαμβάνω
3
Αντώνυμα
αποκλείω
εξαιρώ
2
Ορισμός
Να έχω την ικανότητα να περιέχω κάτι ή κάποιον.
Να έχω αρκετό χώρο για κάτι ή κάποιον.
Να μπορώ να ανταπεξέλθω σε μια κατάσταση ή πρόκληση.
3
Παραδείγματα
Αυτό το κουτί χωράει πολλά βιβλία.
Η αίθουσα δεν χωράει άλλους ανθρώπους.
Δεν χωράω άλλη δουλειά αυτή την εβδομάδα.
3