Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χωρέσω (ρήμα) - (παρόμοια:
συγχωρέσω
-
χωρίσω
)
Συνώνυμα
εμπεριέχω
περιλαμβάνω
απορροφώ
3
Αντώνυμα
αποκλείω
απορρίπτω
διώχνω
3
Ορισμός
Να έχω την ικανότητα να περιέχω ή να δεχτώ κάτι μέσα σε ένα χώρο ή όριο.
Να μπορώ να ανταπεξέλθω ή να διαχειριστώ μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Αυτό το δοχείο μπορεί να χωρέσει δέκα λίτρα νερό.
Δεν ξέρω αν θα χωρέσω όλες τις υποχρεώσεις μου αυτήν την εβδομάδα.
2