Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χωρίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
χωρίσετε
-
δωρίσω
-
χωρίζω
-
χωρέσω
-
γνωρίσω
)
Συνώνυμα
διαχωρίζω
ξεχωρίζω
διαιρώ
3
Αντώνυμα
ενώνω
συνδέω
συγχωνεύω
3
Ορισμός
Να κάνω κάτι ή κάποιον να σταματήσει να είναι ενωμένο ή συνδεδεμένο με κάτι άλλο.
Να απομακρύνω κάποιον ή κάτι από μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Αποφάσισα να χωρίσω τα παλιά μου ρούχα σε αυτά που θα κρατήσω και σε αυτά που θα δώσω.
Μετά από πολλά χρόνια, αποφάσισαν να χωρίσουν και να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους.
2