Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χωρίσετε (ρήμα) - (παρόμοια:
χωρίσω
)
Συνώνυμα
διαχωρίστε
ξεχωρίστε
διαιρέστε
3
Αντώνυμα
ενώστε
συνδέστε
συγχωνεύστε
3
Ορισμός
Να κάνετε κάτι να σταματήσει να είναι ενωμένο ή να βρίσκεται μαζί με κάτι άλλο.
Να απομακρύνετε δύο ή περισσότερα πράγματα το ένα από το άλλο.
Να τερματίσετε μια σχέση ή μια συνεργασία.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να χωρίσετε τα ρούχα κατά χρώμα πριν τα πλύνετε.
Αποφάσισαν να χωρίσουν μετά από δέκα χρόνια γάμου.
Ο δάσκαλος χώρισε τους μαθητές σε ομάδες για το project.
3