Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χωρικός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χωρισμός
-
χωριό
)
Συνώνυμα
αγρότης
χωριάτης
αγροτικός
3
Αντώνυμα
αστός
πολίτης
2
Ορισμός
Άτομο που ζει και εργάζεται σε αγροτική περιοχή.
Κάτοικος μιας μικρής κοινότητας ή χωριού.
2
Παραδείγματα
Ο χωρικός καλλιεργούσε τα χωράφια του από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Οι χωρικοί συγκεντρώθηκαν στην πλατεία για να γιορτάσουν.
2