Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χωρισμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διαχωρισμός
-
χειρισμός
-
χωρισμένος
-
χωρικός
-
χωριστά
-
ορισμός
-
πληθωρισμός
-
γυρισμός
-
χωριό
-
χρονισμός
-
ανδρισμός
-
τουρισμός
-
διορισμός
-
χριστιανισμός
)
Συνώνυμα
διαζύγιο
αποχώρηση
απόσχιση
χάσμα
4
Αντώνυμα
ένωση
σύνδεση
συμφωνία
συμβίωση
4
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να χωρίζει κάποιος ή κάτι.
Η διάλυση μιας σχέσης, ιδιαίτερα ενός γάμου.
Η κατάσταση του να είσαι χωριστός από κάποιον ή κάτι.
3
Παραδείγματα
Ο χωρισμός τους ήταν πολύ επώδυνος για και τους δύο.
Μετά από χρόνια δυσαρμονίας, αποφάσισαν τον χωρισμό.
Ο χωρισμός των δύο ομάδων οδήγησε σε διαφορετικές πορείες.
3